- πλοκά
- πλοκάςfem voc sgπλοκά̱ , πλοκήtwiningfem nom/voc/acc dualπλοκά̱ , πλοκήtwiningfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλοκάν — πλοκά̱ν , πλοκή twining fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Periploca — Periploca … Wikipédia en Français
όρχαμος — ὄρχαμος, ὁ (Α) πρώτος στη σειρά, αρχηγός («καὶ πεδοστιβὴς λεὼς σμῆνος ὡς ἐκλέλοιπεν μελισσᾱν σὺν ὀρχάμῳ στρατοῡ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. σημ. και ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με τα: ἄρχω, ἀρχός «αρχηγός» και εμφανίζει κατάλ. μος… … Dictionary of Greek
Δειναρικές Άλπεις — (ιταλ. Alpi Dinariche, σερβοκροατ. Dinara Planina). Ορεινό σύστημα (ψηλότερη κορυφή 2.963 μ.), το οποίο εκτείνεται σε μήκος περίπου 700 χλμ., με κατεύθυνση ΒΔ ΝΑ, παράλληλα προς τις ακτές της Αδριατικής. Ξεκινά από τηβορειοανατολική Ιταλία, περνά … Dictionary of Greek
πλοκάς — fem nom sg πλοκά̱ς , πλοκή twining fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)